αὐλήσῃ

αὐλήσῃ
αὐλήσηι , αὔλησις
flute-playing
fem dat sg (epic)
αὐλέω
play on the flute
aor subj mid 2nd sg
αὐλέω
play on the flute
aor subj act 3rd sg
αὐλέω
play on the flute
fut ind mid 2nd sg
αὐλέω
play on the flute
futperf ind mp 2nd sg
αὐλέω
play on the flute
futperf ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεραυλία — κεραυλία, ἡ (Α) [κεραύλης] η αύληση με κεράτινο όργανο …   Dictionary of Greek

  • προκαταυλώ — έω, Α 1. καταπραΰνω κάτι με αύληση εκ τών προτέρων 2. γεν. καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταυλῶ «τέρπω, καταπραΰνω παίζοντας αυλό»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταύλησις — εως, ἡ, Α [προκαταυλῶ] δοκιμαστική αύληση, δοκιμή καινούργιου αυλού …   Dictionary of Greek

  • σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… …   Dictionary of Greek

  • φορβιά — η / φορβειά, ΝΜΑ, και φορβεά και κατά τον Ησύχ. φορβέα και δ. τ. φορβαία Α είδος δερμάτινου, συνήθως, χαλινού χωρίς στομίδα τών υποζυγίων, που χρησιμεύει για την πρόσδεσή τους στον στάβλο, το καπίστρι αρχ. 1. είδος δερμάτινου περιστομίου το οποίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”