κεραυλία — κεραυλία, ἡ (Α) [κεραύλης] η αύληση με κεράτινο όργανο … Dictionary of Greek
προκαταυλώ — έω, Α 1. καταπραΰνω κάτι με αύληση εκ τών προτέρων 2. γεν. καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταυλῶ «τέρπω, καταπραΰνω παίζοντας αυλό»] … Dictionary of Greek
προκαταύλησις — εως, ἡ, Α [προκαταυλῶ] δοκιμαστική αύληση, δοκιμή καινούργιου αυλού … Dictionary of Greek
σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… … Dictionary of Greek
φορβιά — η / φορβειά, ΝΜΑ, και φορβεά και κατά τον Ησύχ. φορβέα και δ. τ. φορβαία Α είδος δερμάτινου, συνήθως, χαλινού χωρίς στομίδα τών υποζυγίων, που χρησιμεύει για την πρόσδεσή τους στον στάβλο, το καπίστρι αρχ. 1. είδος δερμάτινου περιστομίου το οποίο … Dictionary of Greek